Translate

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Όταν οι νεκροί λατρεύονταν ως όντα ιερά!

 "Η θρησκεία των νεκρών φαίνεται πως είναι η αρχαιότερη θρησκεία της ανθρώπινης φυλής. Πριν ακόμα ο άνθρωπος πιστέψει οπουδήποτε αλλού, λάτρεψε τους νεκρούς. 'Ισως γιατί η ιδέα του θανάτου του έδωσε για πρώτη φορά την ιδέα του υπερφυσικού και την ελπίδα ενός άλλου κόσμου, μή ορατού.

Ο θάνατος ήταν το πρώτο μυστήριο και άνοιξε για τον άνθρωπο τον δρόμο προς τα υπόλοιπα. Εξύψωσε την σκέψη του πάνω από το ορατό προς το αόρατο, πέρα από το πρόσκαιρο προς το αιώνιο, από το ανθρώπινο στο θείο. Οι νεκροί ήταν όντα ιερά. 
Οι Αρχαίοι είχαν για αυτούς μεγάλο σεβασμό και τους αποκαλούσαν αγαθούς και μάκαρες <χρήστοι μάκαρες>. Τους τιμούσαν όπως τιμά ο άνθρωπος τις θεότητες, κάθε νεκρός ήταν για αυτούς ένας θεός. Αυτού του είδους η θεοποίηση δεν ήταν προνόμιο μόνο των μεγάλων ανδρών.
Ο Κικέρων λέει: "Οι πρόγονοι πίστευαν ότι οι άνθρωποι που εγκατέλειψαν αυτόν τον κόσμο συγκαταλέγονται μεταξύ των θεών".
Η αρετή του νεκρού δεν έπαιζε κανέναν ρόλο. Ο κακός άνθρωπος, όπως και ο καλός, γινόταν θεός, μόνο που διατηρούσε στην άλλη ζωή όλες τις κακίες και τα ελαττώματα που είχε στην εδώ ζωή του. Οι Έλληνες τους αποκαλούσαν υποχθόνιους θεούς. Στον Αισχύλο ένας γιος καλεί τον πατέρα του με αυτά τα λόγια:"Ω συ που είσαι υποχθόνιος θεός". 
Ο Ευριπίδης αναφέρει για την Άλκηστη: "Ο περαστικός θα σταματήσει μπροστά στον τάφο της και θα πει ότι τώρα πια είναι μια μακάρια θεότης".
Οι ναοί αυτών των θεοτήτων είναι οι τάφοι τους με την ιερή  επιγραφή "θεοίς χθονίοις". Μπροστά στο μνήμα υπήρχε ένας βωμός για τις θυσίες όπως ακριβώς και στους ναούς των θεών. Οι νεκροί γίνονταν θεότητες μόνο μέσα από την λατρεία των ζωντανών. Αν σταματούσαν να προσφέρουν νεκρικά γεύματα, οι νεκροί έβγαιναν από τον τάφο σαν σκιές βασανισμένες, που τις άκουγαν να αναστενάζουν μέσα στην σιωπή της νύχτας. Κατηγορούσαν τους ζωντανούς για αμέλεια και ασέβεια, προσπαθούσαν να τους τιμωρήσουν, τους έστελναν αρρώστιες ή κατέστρεφαν την σοδειά τους.Τέλος δεν τους άφηναν σε ησυχία ώσπου να ξεκινήσουν ξανά τις προσφορές τους. Οι θυσίες, οι προσφορές και οι σπονδές οδηγούσαν τους νεκρούς πίσω, μέσα στον τάφο και ξανάβρισκαν την ανάπαυση και την θεία τους ιδιότητα. Με τον τρόπο αυτό ησύχαζαν και  οι άνθρωποι.
Ο νεκρός που τιμούσαν γινότανε ένας θεός προστάτης. Αγαπούσε αυτούς που του έφερναν προσφορές και για να τους προστατεύσει έπαιρνε μέρος στη καθημερινή ζωή. Αν και νεκρός, διέθετε αξιοθαύμαστη δύναμη και δραστηριότητα. Οι ζωντανοί κατέφευγαν σε αυτόν ζητώντας δύναμη και συμπαράσταση. Αν κάποιος συναντούσε στον δρόμο του έναν τάφο, σταματούσε και έλεγε:"Συ που είσαι υποχθόνιος θεός γίνε προστάτης μου". (Ευριπίδης- Άλκηστις)
Μπορεί να κρίνει κανείς τι πίστευαν οι Αρχαίοι για την δύναμη των νεκρών από την προσευχή της Ηλέκτρας προς τον νεκρό πατέρα της: "Λυπήσου εμένα και τον αδερφό μου Ορέστη. Άκουσε την παράκλησή μου και φέρε τον πίσω σε αυτή την χώρα. Πατέρα μου εισάκουσε την προσευχή μου και δέξου τις σπονδές μου".
Αλλά οι δυνατότητες αυτών των θεών δεν σταματούν στα υλικά αγαθά. Έτσι η Ηλέκτρα συνεχίζει:"Δώσε μου μια καρδιά πιο αγνή από της μητέρας μου και χέρια πιο καθαρά".
  Αποκαλούσαν τις ψυχές των θεοποιημένων νεκρών δαίμονες ή ήρωες. Είναι πιθανόν ότι η αρχική έννοια της λέξης <ήρως> να ήταν <νεκρός>. Η γλώσσα των επιγραφών που είναι η γλώσσα του λαού και που εκφράζει καλύτερα την έννοια των λέξεων, χρησιμοποιεί πολλές φορές την λέξη <ήρως> με την σημασία του <αποθανών>, "ήρως χρήστε, χαίρε".
Οι Θηβαίοι είχαν μια παλιά έκφραση για τη έννοια του <αποθνήσκω> τη φράση <ήρωα γίγνεσθαι>.


Σύμφωνα με τις πιο παλιές δοξασίες των Ελλήνων, η ψυχή δεν πηγαίνει να ζήσει την μετά θάνατον ζωή της σε έναν άλλο κόσμο, αλλά μένει κάτω από την γη. Πίστευαν ακόμη για πολύ καιρό, πως σε αυτήν την άλλη ζωή η ψυχή δεν χωριζόταν από το σώμα. Η ψυχή γεννιόταν μαζί με το σώμα και ο θάνατος δεν την χώριζε από αυτό. Έμενε κλεισμένη μαζί του μέσα στον τάφο. Τα ταφικά έθιμα μας δείχνουν πως όταν τοποθετούσαν ένα σώμα μέσα στον τάφο, πίστευαν ότι έθαβαν κάτι που εξακολουθούσε να είναι ζωντανό.
Μας λέει ο Βιργίλιος στην περιγραφή της κηδείας του Πολυδώρου:"Κλείνουμε την ψυχή μέσα στον τάφο".
Στο τέλος της νεκρώσιμης ακολουθίας συνήθιζαν να καλούν τρεις φορές την ψυχή του νεκρού με το όνομα που αυτός είχε στην ζωή. Της ευχόταν να ζήσει ευτυχισμένη κάτω από την γη. Φώναζαν τρεις φορές : "Χαίρε και να είσαι καλά/Να ζήσεις καλά" και προσέθεταν:"ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει"(Κούφα σοι χθων επάνωθεν πέσοι.)
Τόσο πολύ πίστευαν πως ο νεκρός θα συνεχίζει να ζει κάτω από την γη και πως τα αισθήματα ευτυχίας ή δυστυχίας τον ακολουθούσαν! Πάνω στον τάφο ήταν γραμμένη η φράση:"ενθάδε κείται", φράση που επέζησε και μέσα από τους αιώνες έφτασε ως την εποχή μας.Τη χρησιμοποιούμε ακόμη, παρόλο που κανείς σήμερα δεν διανοείται ότι μέσα σε έναν τάφο κείται ένα αθάνατο σώμα.

Κατά την αρχαιότητα, όμως, η πίστη ότι ο νεκρός ζούσε μέσα στον τάφο ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη ώστε έθαβαν πάντοτε μαζί του και τα προσωπικά του αντικείμενα, ρούχα, αγγεία, όπλα. Έχυναν κρασί πάνω τον τάφο για να σβήσουν την δίψα του. Έβαζαν τρόφιμα για να χορτάσουν την πείνα του. Τα τρόφιμα που η οικογένεια τοποθετούσε πάνω στον τάφο ήταν μόνο για τον νεκρό, αποκλειστικά για δική του χρήση. Απόδειξή του ότι το γάλα και το κρασί χύνονταν πάνω στο χώμα του τάφου αποτελεί το άνοιγμα μίας τρύπας, από όπου έριχναν την στερεά τροφή για να μπορέσει να φτάσει ως το εσωτερικό του τάφου. Και ότι αν θυσίαζαν κάποιο ζώο, έκαιγαν στην συνέχεια όλες τις σάρκες του, ώστε να είναι αδύνατον να χρησιμεύσουν σαν τροφή για τους ζωντανούς. Έλεγαν επίσης τις καθιερωμένες φράσεις, παρακινώντας τον νεκρό να φάει και να πιει. Η οικογένεια, εξάλλου, που παρίστατο σε αυτό το γεύμα, δεν άγγιζε καθόλου τα φαγητά.
Τέλος, άφηναν φεύγοντας λίγο γα  και μερικά γλυκά μέσα σε δοχεία. Θα προσθέσουμε ότι θεωρούνταν μεγάλη ιεροσυλία να αγγίξει κάποιος ζωντανός τα τρόφιμα αυτά, τα προορισμένα για τον νεκρό. 
"Χύνω πάνω στο χώμα του τάφου το γάλα, το μέλι, το κρασί γιατί με αυτά ευφραίνονται οι νεκροί", λέει η Ιφιγένεια του Ευριπίδη.  
"Γιε μου Πηλέα, δέξου αυτό το ποτό που ευφραίνει τους νεκρούς", λέει ο Νεοπτόλεμος, "έλα και πιες τούτο το αίμα".
Η Ηλέκτρα κάνοντας σπονδή λέει:"Η γη ρούφηξε το ποτό, ο πατέρας μου το δέχθηκε".
 Ας δούμε την παράκληση του Ορέστη προς τον νεκρό πατέρα του:  "Πατέρα μου, αν ζήσω, θα δεχθείς πλούσια γεύματα. Αν όμως πεθάνω, δεν θα έχεις το μερίδιό σου από τα γεύματα που απολαμβάνουν οι νεκροί."


Για να μπορέσει η ψυχή να μείνει μέσα σε αυτήν την υποχθόνια κατοικία, την οποία είχε ανάγκη για την δεύτερη ζωή της, έπρεπε το σώμα με το οποίο ήταν δεμένη να σκεπαστεί με χώμαΗ ψυχή που δεν είχε τάφο, δεν είχε κατοικία. Ήταν μια περιπλανώμενη ψυχή. Άδικα αναζητούσε την ανάπαυση που της άξιζε μετά τις ταλαιπωρίες και τον μόχθο της επίγειας ζωής. Ήταν καταδικασμένη να περιπλανάται για πάντα.
Και έτσι δυστυχισμένη που ήταν, γινόταν πνεύμα κακοποιό. Βασάνιζε τους ζωντανούς τους έστελνε αρρώστιες, κατέστρεφε τις σοδειές τους, τους φόβιζε με εμφανίσεις τρομακτικές, ζητώντας να δώσουν για αυτήν και για το σώμα της έναν τάφο. Ολόκληρη η αρχαιότητα πίστευε ακράδαντα ότι η ψυχή που δεν είχε τάφο ήταν δυστυχισμένη και ότι με τον τάφο γινόταν για πάντα ευτυχισμένη.
Οι νεκρώσιμες τελετές δεν γίνονταν για την ανακούφιση της θλίψης αλλά για την ανάπαυση και την ευτυχία της ψυχής του νεκρού.
Οι αρχαίοι συγγραφείς μας έχουν περιγράψει την μεγάλη ανησυχία των ανθρώπων για το αν θα ταφούν όπως πρέπει και αν θα τηρηθούν τα έθιμα. η πιθανή έλλειψη του τάφου τους τρόμαζε πιο πολύ από τον ίδιο τον θάνατο, γιατί μόνο μέσα στον τάφο θα έβρισκαν την αιώνια μακαριότητα και ανάπαυση.
Συναντάμε λοιπόν τον Έκτορα στην Ιλιάδα να ζητάει από τον Αχιλλέα να μην του στερήσει τον τάφο: 
"Σε εξορκίζω στην ζωή σου και στους γονείς σου, μην αφήσεις το σώμα μου στα σκυλιά, δίπλα στα καράβια των Ελλήνων. Δέξου το χρυσάφι που θα σου προσφέρει ο πατέρας μου και δώσε του το σώμα μου, για να μπορέσουν οι Τρώες και οι Τρωάδες να με τιμήσουν στην πυρά".
Στον Σοφοκλή, η Αντιγόνη  αψηφά τον θάνατο για να μη μείνει άταφος ο αδερφός της. Επίσης στις κατάρες, ότι χειρότερο είχαν να ευχηθούν στον εχθρό τους ήταν να μείνει χωρίς τάφο.
Πίστευαν πως όταν δεν μπορούσαν να βρούνε το σώμα ενός συγγενούς, έπρεπε να κάνουν μία τελετή που ακολουθούσε κατά γράμμα τα έθιμα του ενταφιασμού και να κλείσουν έτσι την ψυχή μέσα στον τάφο, εφόσον δεν υπήρχε σώμα.(κενοτάφιο)
Αυτές οι αρχαιότατες δοξασίες, κυβέρνησαν τις ψυχές, διαμόρφωσαν τις κοινωνίες και οι περισσότεροι από τους θεσμούς της οικογένειας και της κοινωνίας έλκουν την καταγωγή τους από αυτές. "

Fustel de Coulanges- Η Αρχαία πόλη

Επιλογή αποσπασμάτων:Γιώβη Βασιλική

1 σχόλιο: