Translate

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Πλούταρχος: "Στολισμός η σιωπή"

 "Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, για τον νέο είναι ασφαλής στολισμός η σιωπή, προπάντων όταν ακούει κάποιον άλλο και δεν ταράζεται ούτε αντιδρά σε κάθε του κουβέντα, αλλά,
ακόμα κι αν ο λόγος δεν του είναι ιδιαίτερα αρεστός , δείχνει υπομονή και περιμένει να τελειώσει ο συνομιλητής του, ενώ, όταν ο τελευταίος σταματήσει, δεν προβάλλει αμέσως την αντίρρηση του αλλά, όπως λέει ο Αισχίνης, αφήνει να μεσολαβήσει κάποιο διάστημα, για το ενδεχόμενο που ο προηγούμενος ομιλητής είτε θέλει να προσθέσει κάτι είτε να αλλάξει ή ν' ανακαλέσει. Όσοι όμως αντιδρούν αμέσως , μιλώντας, ενόσω μιλούν οι άλλοι, χωρίς ν' ακούνε ή ν' ακούγονται, διαπράττουν ασχημία. Αλλά όποιος έχει συνηθίσει ν' ακούει με συγκράτηση και σεβασμό λαμβάνει και κατακτά τον ωφέλιμο λόγο, ενώ κατανοεί και συλλαμβάνει πιο εύκολα τον ανωφελή ή ψευδή, παρουσιάζοντας τον εαυτό του φιλαλήθη και όχι εριστικό ή προπετή και φίλερι. Έχουν δίκιο, συνεπώς, μερικοί που λένε πως είναι περισσότερο απαραίτητο να ξεφουσκώσει κάποιος την οί­ηση και τη ματαιοδοξία των νέων παρά τον αέρα των ασκιών, αν θέλει να τους γεμίσει με κάτι χρήσιμο, αλ­λιώς, παραγεμισμένοι και φουσκωμένοι, δεν είναι δυνατό να το δεχτούν.
Όταν υπάρχει ωστόσο φθόνος συνοδευόμενος από κακοπροαίρετη διάθεση και εχθρότητα, δεν είναι πλεονέκτημα για κανένα έργο, αλλά στέκεται εμπόδιο για καθένα σωστό και είναι ο χειρότερος παραστάτης και σύμβουλος για εκείνον που ακούει κάποια φιλοσοφική διάλεξη, μετα­βάλλοντας τα ωφέλιμα σε ανιαρά, απεχθή και αφόρητα, καθώς στους φθονερούς αρέσει οτιδήποτε άλλο εκτός από τα σωστά λόγια.
Όποιος στενοχωριέται για τον πλούτο ή τη δόξα ή την ομορφιά κάποιου άλλου είναι απλώς φθονε­ρός, γιατί λυπάται με την ευτυχία των άλλων όποιος, όμως, στενοχωριέται με τον σωστό λόγο λυπάται γι' αυτό που είναι καλό για τον ίδιο. Ο λόγος, άλλωστε, είναι για κείνους που ακούνε αγαθό, όπως είναι το φως για κείνους που βλέπουν, εφόσον έχουν τη θέληση να τον δεχτούν.
Ο φθόνος σχετικά με τα άλλα ζητήματα δημιουργείται στον άνθρωπο από διάφορες καταστάσεις που οφείλονται στην απαιδευσία και στην κακία του, ενώ ο φθόνος εναντίον όσων μιλούν, αποτέλεσμα άκαιρης φιλοδοξίας και αθέμιτης επιδίωξης της φήμης, δεν επιτρέπει σε όποιον βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση ούτε καν να δώσει προσοχή σε ό,τι λέγεται, αλλά αναστατώνει και περισπά τη διάνοια του" αυτή εξετάζει την κατάσταση της, αν υστερεί από εκείνην του ομιλητή, και την ίδια στιγμή παρατηρεί τους άλλους, αν είναι ευχαριστημένοι ή εκδηλώνουν θαυμασμό, και πα­ράλληλα θαμπώνεται από τους επαίνους και οργίζεται με τους άλλους παρευρισκόμενους ακροατές, σε περίπτωση που αποδέχονται τον ομιλητή- όσο για τα λόγια του τελευ­ταίου, αφήνει και εγκαταλείπει όσα ειπώθηκαν, αφού η ενθύμηση τους τη γεμίζει λύπη, ενώ για όσα απομένουν να ειπωθούν ταράζεται και τρομάζει, μήπως αποδειχτούν καλύτερα από τα προηγούμενα.
  Έτσι επείγεται να σταματήσουν αμέσως οι ομιλητές, όταν λένε τα πιο ωραία πράγ­ματα, ενώ, όταν η διάλεξη τελειώσει, δεν στέκεται σε τίποτε απ' όσα ειπώθηκαν, αλλά καταμετρά τα σχόλια και τη διάθεση των ακροατών, σαν να πρόκειται για ψήφους - από εκείνους λοιπόν που επαινούν τον ομιλητή φεύγει και απομακρύνεται, σαν μανιασμένη, ενώ πλησιάζει με βιασύνη και συναγελάζεται με κείνους που επικρίνουν και διατρέφουν την ομιλία.
Αν όμως είναι αδύνατο να δια­στρέψουν κάτι, κάνει συγκρίσεις με κείνους, οι οποίοι θα μπορούσαν τάχα να είχαν μιλήσει καλύτερα και με περισσότερη δύναμη για το ίδιο ζήτημα, ώσπου, υπονομεύοντας και συκοφαντώντας την ομιλία, καταφέρει να κάνει την όλη υπόθεση πράγμα άχρηστο και ανώφελο και για την ίδια. Για τούτο πρέπει κάποιος, αφού φέρει σε συμφωνία την αγάπη του για την ακρόαση με την αγάπη του για τη δόξα, ν' ακούει τους ομιλητές με ευμένεια και πραότητα, σαν να βρίσκεται σε ιερή εστίαση και να έλαβε τις απαρχές της θυσίας, επαινώντας την ικανότητα του ομιλητή στα ζητήματα όπου μίλησε επιτυχώς ή εκτιμώντας τουλάχιστον την προθυμία που έδειξε ο ομιλητής να εκθέσει ενώπιον όλων τις γνώσεις του και και να προσπαθήσει να πείσει τους άλλους με τους λόγους, από τους οποίους πείστηκε και ο ίδιος.
Όσα πέτυχε ο ομιλητής πρέπει να θεωρήσουμε πως δεν ήταν προϊόν τύχης ή σύμπτωσης,αλλά πως κατορθώθηκαν με επιμέλεια, κόπο και μελέτη, και πρέπει βέβαια να τα μιμούμαστε, γινόμενοι θαυμαστές και ζηλωτές τους. Όσο για τα σφάλματα του, πρέπει να στρέψουμε σ' αυτά την προσοχή μας, αναζητώντας τις αιτίες και τους λόγους απ' όπου προήλθε το λάθος. Όπως άλλωστε λέει ο Ξενοφών, ότι οι γνώστες της καλής δια­χείρισης του σπιτιού αντλούν οφέλη και από τους φίλους τους και από τους εχθρούς τους, έτσι και οι ομιλητές ωφελούν εκείνους που βρίσκονται σε εγρήγορση και δίνουν προσοχή, όχι μόνο όταν μιλούν σωστά αλλά και όταν κά­νουν λάθος. Τις ρηχές σκέψεις, άλλωστε, το άσχημο λεκτι­κό, τη δυσάρεστη κατασκευή, την αλλαγή θέματος, συν­δυασμένη με ακαλαίσθητη διάθεση για έπαινο, και τα παρόμοια, τα καταλαβαίνουμε πιο εύκολα όταν ακούμε άλλους να μιλούν παρά όταν μιλάμε οι ίδιοι. Γι' αυτό πρέπει να μεταφέρουμε την αναζήτηση της ευθύνης από τον ομιλητή στον εαυτό μας, εξετάζοντας αν θα κάναμε λάθος χωρίς να το καταλάβουμε. Το πιο εύκολο απ' όλα είναι να κατηγορούμε τον διπλανό μας, όταν αυτό γίνεται με άχρηστο και μάταιο τρόπο, εκτός αν αποβλέπει σε κάποιου είδους επανόρθωση ή προφύλαξη από παρόμοια σφάλματα. Δεν πρέπει να διστάζουμε ν' απευθύνουμε διαρκώς στον εαυτό μας, προκειμένου περί αυτών που κάνουν λάθη, τη ρήση του Πλάτωνα «Μήπως είμαι κι εγώ όπως αυτοί;»
Όπως δηλαδή βλέπουμε τα μάτια μας να λά­μπουν στα μάτια των άλλων, έτσι και στην περίπτωση των λόγων, πρέπει να έχουμε την εικόνα των δικών μας στους λόγους των άλλων, για να μην περιφρονούμε με αλαζονεία τους άλλους και να φροντίζουμε περισσότερο επιμελώς τους εαυτούς μας στο ζήτημα του λόγου. Προς τούτο είναι χρήσιμη και η διαδικασία της σύγκρισης· όταν φύγουμε από κάποια ομιλία και βρεθούμε μόνοι μας, να πάρουμε αυτά που φάνηκαν ότι δεν ειπώθηκαν σωστά ή με επάρκεια, και να κάνουμε προσπάθεια πάνω στο ίδιο ζή­τημα, και να προχωρήσουμε από μόνοι μας, ώστε άλλα να συμπληρώσουμε, άλλα να διορθώσουμε, άλλα να εκφρά­σουμε με διαφορετικό τρόπο ή να προσπαθήσουμε εξ αρ­χής να πραγματευτούμε το ζήτημα σε νέα βάση. Αυτό έκανε και ο Πλάτων σε σχέση με τον λόγο του Λυσία.
Δεν είναι άλλωστε δύσκολο αλλά ευκολότατο να εγείρεις αντίλογο σε λόγο που έχει ολοκληρωθεί, αλλά ν' αντιτάξεις έναντι αυτού κάποιον άλλο καλύτερο είναι πολύ δύσκολο. Έτσι και ο Λακεδαιμόνιος, πληροφορούμενος ότι ο Φί­λιππος κατέστρεψε την Όλυνθο, είπε: «Δεν θα μπορούσε, όμως, να χτίσει άλλη τέτοια πόλη».
Όταν, λοιπόν, κατά την ανάπτυξη κάποιας τέτοιας υπόθεσης, βλέπουμε ότι δεν έχουμε μεγάλη διαφορά από τους προλαλήσαντες, μειώνου­με κατά πολύ τη διάθεση μας για περιφρόνηση, ενώ αμέ­σως περιορίζεται η αυθάδεια και η φιλαυτία μας, καθώς δοκιμάζονται σε τέτοιου είδους συγκρίσεις.
Ο θαυμασμός, λοιπόν, που είναι το αντίθετο της περιφρόνησης, είναι χαρακτηριστικό βέβαια φύσης περισ­σότερο καλόγνωμης και ευγενικής, αλλά κι αυτός απαιτεί όχι μικρή προσοχή, ίσως μάλιστα και μεγαλύτερη. Και τούτο γιατί όσοι δείχνουν περιφρόνηση και αλαζονεία ωφελούνται από τους ομιλητές λιγότερο, αλλά όσοι δείχνουν θαυμασμό και καλοπιστία βλάπτονται περισσότερο, και δεν ελέγχουν τον Ηράκλειτο που είπε: «Ο ανόητος ταράζεται με οτιδήποτε κι αν λέγεται». Πρέπει λοιπόν στην απόδοση επαίνου προς τον ομιλητή να είμαστε γενναιόδω­ροι, αλλά στο να δώσουμε πίστη στα λόγια του προσεκτι­κοί. Όσο αφορά το ύφος και τον τρόπο εκφοράς όσων παρουσιάζουν λόγους, πρέπει να είμαστε επιεικείς και συγκαταβατικοί θεατές, αλλά όσο αφορά τη χρησιμότητα και την αλήθεια των λεγομένων τους πρέπει να είμαστε ακριβείς και καυστικοί κριτές, ώστε οι ομιλητές να μη μας αποστρέφονται, και οι λόγοι τους να μη μας βλάπτουν. Και τούτο με τη σκέψη ότι από την καλή προαίρεση και την εμπιστοσύνη έναντι των ομιλητών προσλαμβάνουμε ανεπαισθήτως πολλά ψεύτικα και φαύλα δόγματα.
Κάπο­τε οι άρχοντες των Λακεδαιμονίων, αφού ενέκριναν τη γνώμη κάποιου ανθρώπου που δεν είχε περάσει καλή ζωή, διέταξαν να την παρουσιάσει ένας άλλος, ο οποίος είχε επιτυχία στη ζωή και στον χαρακτήρα του, προσπαθώντας έτσι με τρόπο σωστό και ωφέλιμο για το σύνολο να συνηθίσουν τον λαό να οδηγείται από τη συμπεριφορά παρά από τα λόγια των συμβούλων του. Στους φιλοσοφικούς λόγους όμως πρέπει να παραμερίζουμε τη φήμη του ομι­λητή και να εξετάζουμε το ζήτημα χωριστά. Όπως, άλλω­στε, στον πόλεμο, έτσι και στις φιλοσοφικές διαλέξεις συμβαίνουν πολλές κενές επιδείξεις. Τα άσπρα μαλλιά, ας πούμε, του ομιλητή, το ύφος του, η επίδειξη του και η περιαυτολογία του, και επιπλέον οι φωνές και η φασαρία των παρευρισκόμενων θαμπώνουν τον άπειρο νεαρό ακρο­ατή, που είναι σαν να παρασύρεται από ρεύμα. Κάποιο απατηλό στοιχείο υπάρχει και στους εκφραστικούς τρό­πους, όταν προσπαθούν να δημιουργήσουν ευχαρίστηση στο ακροατήριο, όταν είναι υπερβολικοί και όταν αναπτύσ­σουν το θέμα με μεγαλοπρέπεια και έντεχνη δομή. Όπως δηλαδή εκείνοι που ακούνε τραγούδι συνοδεία αυλού δεν αντιλαμβάνονται τα περισσότερα λάθη, έτσι και οι περίτε­χνες και εντυπωσιακές εκφράσεις τυφλώνουν με τη λάμψη τους τον ακροατή σε σχέση με το αναπτυσσόμενο ζήτημα.


Ο Μελάνθιος, προφανώς, όταν ρωτήθηκε για την τραγωδία του Διογένη, είπε πως δεν μπόρεσε να σχηματίσει κάποια εντύπωση γι' αυτήν, καθώς ήταν υπερβολική στο λεκτικό της. Στις διαλέξεις και τις διατριβές των περισσότερων σοφιστών όχι μόνο χρησιμοποιούνται οι λέξεις ως κάλυμ­μα των διανοημάτων, αλλά καταβάλλεται προσπάθεια να γίνει ευχάριστη και η φωνή τόσο πολύ με αρμονικούς τρόπους, με το να την κάνουν απαλότερη και με τη χρήση των παρισώσεων, ώστε να δημιουργείται ενθουσιασμός και παράφορα στους ακροατές, προσφέροντας στους τελευ­ταίους κενή ευχαρίστηση και προσπορίζοντας στους ομι­λητές κενή δόξα. 
Στην περίπτωση τους δηλαδή ισχύει ο λόγος του Διονυσίου- εκείνος λοιπόν, όπως φαίνεται, υ­ποσχέθηκε σε κάποιον φημισμένο κιθαρωδό, σε μια εμφά­νιση του, ότι θα του προσφέρει μεγάλα δώρα, και ύστερα δεν του έδωσε τίποτα, θεωρώντας πως είχε εκπληρώσει την υπόσχεση του. «Όσον καιρό», του είπε, «μας ευχαρι­στούσες με το τραγούδι σου, ευχαριστιόσουν κι εσύ με τις ελπίδες που έτρεφες».
Οι ακροάσεις λοιπόν του είδους αυτού εκπληρώνουν τέτοιες παροχές για τους ομιλητές- όσον καιρό, δηλαδή, οι τελευταίοι προκαλούν ευχαρίστηση στους ακροατές, εισπράττουν τον θαυμασμό τους, και με­τά, όταν τελειώνει η ακουστική απόλαυση, ταυτόχρονα εγκαταλείπει και κείνους η δόξα, κι έτσι αναλώνεται μά­ταια ο χρόνος, αφ' ενός, των ακροατών και η ζωή, αφ' ετέρου, των ομιλητών.



ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ ΗΘΙΚΑ ΤΟΜΟΣ 1 -ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΚΟΥΕΙΝ -ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου